- γιαλούσης
- ο1) житель побережья; 2) прибрежный рыбак; 3) презр, голодранец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαλούσης — ο (θηλ. γιαλούσα, η) 1. αυτός που ζει κοντά στην παραλία 2. εκείνος που ψαρεύει στον γιαλό και δεν έχει άλλους πόρους 3. πάμφτωχος, χωρίς κτήμα … Dictionary of Greek